sépulcre - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

sépulcre - translation to Αγγλικά


sépulcre         
n. sepulcher, tomb, grave

Βικιπαίδεια

Sépulcre
Un sépulcre (du latin , « tombeau ») est un lieu destiné pour y mettre un mort, et plus particulièrement un tombeau, en parlant des anciens. Par exemple, on parle :
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για sépulcre
1. Aller libérer un sépulcre vide ne peut ętre que le fruit d‘un héroďsme dément ou d‘une exaltation collective.
2. Chacun est crispé sur son identité. La division des chrétiens, si visible au Saint–Sépulcre, est scandaleuse.
3. Entre–temps devenu seigneur de Spiez, il est armé chevalier dans l‘église du Saint–Sépulcre, ŕ l‘occasion d‘un p';lerinage ŕ Jérusalem.
4. Alors, quand ils voient pour la premi';re fois, le 7 juin, les murailles de Jérusalem, ils ont déjŕ un pied dans l‘éternité. Jérusalem, lieu du Sépulcre glorieux que chantait Isaďe, théâtre de l‘accomplissement du myst';re rédempteur du Christ.
5. Les inconsolés peuvent alors gronder: «Deuil, deuil, deuil!» Et sur les passerelles, ŕ dix m';tres de hauteur, un désaxé masqué court, nu comme le vaincu ŕ l‘heure du sépulcre.